αλίχνιστος

αλίχνιστος
-η, -ο
αυτός που δε λιχνίστηκε, δεν αποχωρίστηκε από τα άχυρα: Το στάρι έμεινε στο αλώνι αλίχνιστο εκείνη τη μέρα, γιατί δε φυσούσε καθόλου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλίχνιστος — η, ο (για σιτηρά και, γενικά, δημητριακά που έχουν θεριστεί) αυτός που δεν λιχνίστηκε, δεν αποχωρίστηκε με λίχνισμα από τα άχυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λιχνιστός < λιχνίζω] …   Dictionary of Greek

  • ακαρπολίχνιστος — η, ο [καρπολιχνίζω] ο αλίχνιστος* …   Dictionary of Greek

  • αλίκμητος — (I) η, ο (Α ἀλίκμητος, ον) αυτός που δεν λιχνίστηκε, ο αλίχνιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + λικμῶ) ( άω) «λιχνίζω»]. (II) ἁλίκμητος, ον (Α) ο κουρασμένος, ο βασανισμένος από τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + κμητὸς < κάμνω… …   Dictionary of Greek

  • αξανέμιστος — η, ο αλίχνιστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”